- πανδάκρῡτος
- παν-δάκρῡτος, allbeweint, von allen zu beweinen; allbeweinend, immer weinend, ὀδύρματα; βιοτά, tränenvoll
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανδάκρυτος — πανδάκρῡτος , πανδάκρυτος all tearful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδάκρυτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που συνοδεύεται από μεγάλη ροή δακρύων («πανδάκρυτ ὀδύρμητα», Σοφ.) 2. πολύ δυστυχισμένος, αξιοδάκρυτος («πανδάκρυτ ἐφαμέρων ἔθνη πολύπονα», Ευρ?). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. νεο δάκρυτος] … Dictionary of Greek
πανδάκρυτ' — πανδάκρῡτα , πανδάκρυτος all tearful neut nom/voc/acc pl πανδάκρῡτε , πανδάκρυτος all tearful masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδάκρυτον — πανδάκρῡτον , πανδάκρυτος all tearful masc/fem acc sg πανδάκρῡτον , πανδάκρυτος all tearful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανδακρύτων — πανδακρύ̱των , πανδάκρυτος all tearful masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδάκρυτε — πανδάκρῡτε , πανδάκρυτος all tearful masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)